Σχέση εκκλησίας-επιστήμης

Για να προσεγγίσουμε και να μελετήσουμε το σύνθετο θέμα των σχέσεων επιστήμης και θρησκείας πρέπει, μεταξύ άλλων, να το εξετάσουμε από την πλευρά της ιστορίας, της γνώσης και της κοινωνιολογίας. Η επιστήμη, ήδη από την γένεσή της, είχε κατά καιρούς διάφορες σχέσεις με τη θρησκεία. Το ίδιο παρατηρούμε και σήμερα. Η άποψη που θεωρεί ότι μεταξύ των δύο αυτών ανθρωπίνων δραστηριοτήτων υπάρχει αναπόφευκτη σύγκρουση, άποψη η οποία, για μεγάλο διάστημα, ήταν συνήθης, σήμερα φαίνεται ανεπαρκής. Από την άλλη, η άποψη που υποστηρίζει την απόλυτη ανεξαρτησία της μιας απέναντι στην άλλη, παραβλέπει πολλά σημεία επαφής και διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των δύο.
Για μια ακριβή και σωστή αντιμετώπιση του θέματος πρέπει να αποφύγουμε τόσο τις τεχνητές αντιστοιχίες μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, όσο την παράβλεψη των δυσκολιών και γενικά κάθε τοποθέτηση που δεν ξεκινάει αποκλειστικά από την αναγνώριση των διαφορών. Μόνο έτσι μπορούμε να προχωρήσουμε σε ένα καρποφόρο διάλογο.


Η σχέση μεταξύ επιστήμης και χριστιανισμού, δεν υπήρξε πάντοτε απλή. Τον 19ο αιώνα η σχέση αυτή παρουσιαζόταν ως μια αναπόφευκτη και συνεχής σύγκρουση μεταξύ των δύο αυτών τομέων, καθώς π.χ διαπιστώνουμε στα έργα του John Draper (1874) και Andrew D. White (1896). Και τα δύο αυτά έργα αναφέρονται σε συγκρούσεις, διαμάχες και στο ασυμβίβαστο μεταξύ επιστήμης και θρησκείας. Τα ίδια έργα, σε ένα μεγάλο ποσοστό συνέβαλαν στη δημιουργία αυτού του μύθου, που όπως θα δούμε, είναι χωρίς ιστορική βάση. O Draper π.χ. υποστηρίζει «ότι η Εκκλησία εμπόδισε πάντοτε την πρόοδο της επιστήμης προσφεύγοντας στην εξουσία για τη λύση των προβλημάτων» και ότι « η επιστήμη και ο καθολικισμός αναγνωρίζονται αμοιβαία ως ασυμβίβαστα πράγμα-τα».
Την ίδια εποχή, ο Λέων 13ος, επ’ ευκαιρία των εγκαινίων του Αστεροσκοπείου του Βατικανού, αναφερόταν σ’ αυτές τις απόψεις και υπενθύμιζε σ’ αυτούς που κατηγορούσαν την Εκκλησία ως φίλη του σκοταδισμού, ως παράγοντα άγνοιας και ως εχθρού της επιστήμης και της προόδου ότι τα εγκαίνια του Αστεροσκοπείου μαρτυρούσαν καθαρά, ότι η Εκκλησία και οι ποιμένες της δεν αντιτίθενται στην αληθινή και σταθερή επιστήμη, αντίθετα την ασπάζονται, την ενθαρρύνουν και την προωθούν με την μεγαλύτερη δυνατή φροντίδα.
Παρόμοια σκληρή στάση επιθέσεων και άμυνας επεκράτησε στις πρώτες δεκαετίες του επόμενου αιώνα. Αλλά και το 1976, ο Παύλος 6ος αναγνώρισε ότι η παρεξήγηση μεταξύ της επιστήμης και της θρησκευτικής κοινότητας διαταράσσει τη διανοητική μας ισορροπία και αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας. Διαβεβαίωνε ότι το θρησκευτικό πνεύμα δεν έχει τίποτε ενάντια στην επιστημονική πρόοδο, απεναντίας την διευκολύνει και την ενισχύει αντικειμενικά και υποκειμενικά με τη λατρεία του προς την ολική αλήθεια.
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αρχίζει μια διπλή εξέλιξη στις σχέσεις επιστήμης και θρησκείας. Η ευφορία που θεμελίωνε τόσες ανθρώπινες ελπίδες στην πρόοδο των επιστημών, αρχίζει να εξασθενίζει μπροστά στη διαπίστωση της προσωρινότητας κάθε ανθρώπινης γνώσης. Γινόταν διφορούμενη η εφαρμογή των κατακτήσεων της επιστήμης στη ζωή του ανθρώπου. Με την έκρηξη της ατομικής βόμβας, η επιστήμη έχασε την αθωότητά της και αποκαλύφθηκε πόσο διφορούμενη ήταν η χρησιμοποίησή της. Σήμερα, η συνεχής υποβάθμιση του περιβάλλοντος, οι γενετικές πα-ρεμβάσεις και άλλες αρνητικές πλευρές της τεχνολογικής προόδου έχουν διαμορφώσει μια πιο κριτική στάση απέναντι στην επιστήμη και την τεχνολογία.
Αλλά και η Εκκλησία, από την πλευρά της, έκανε βήματα μπροστά για να προσεγγίσει περισσότερο την επιστήμη, αποδεχόμενη την αυτονομία της τελευταίας και αναγνωρίζοντας τα λάθη που διέπραξε κατά το παρελθόν. Έτσι η Β’ Σύνοδος του Βατικανού διαβεβαίωνε: «Ας μας επιτραπεί να αποδοκιμάσουμε ορισμένες τοποθετήσεις, που μερικές φορές δεν λείπουν από τους χριστιανούς, και προέρχονται από μια ανεπαρκή αντίληψη της νόμιμης αυτονομίας της επιστήμης. Αυτές οι λανθασμένες τοποθετήσεις προκαλούν διενέξεις και αντιπαραθέσεις και παρέσυραν αρκετά πνεύματα σε τέτοιο σημείο ώστε να υποστηρίζουν ότι επιστήμη και πίστη αντιτίθενται μεταξύ τους»6.
Αυτή η διδασκαλία ανοίγματος προς την επιστήμη επαναλήφθηκε στη θαυμάσια, αν και ελάχιστα γνωστή επιστολή, του Ιωάννου Παύλου Β’, το 1987, επ’ ευκαιρία της τρίτης εκατονταετίας από τη δημοσίευση του έργου του Newton Principia mathematica. Σ’ αυτήν δηλώνει ότι «τόσο η θρησκεία όσο και η επιστήμη πρέπει να διατηρήσουν την αυτονομία και την ιδιαιτερότητα τους», αλλά και ότι ο διάλογος μεταξύ των δύο είναι «αναγκαίος αν και δύσκολος».
Κατ’ αυτόν τον διάλογο ανακύπτουν πολλαπλά ερωτήματα των οποίων η μελέτη απαιτεί άνοιγμα, και από τα δύο μέρη, που δεν υπήρξε πάντοτε. Η επιστολή καταλήγει προτρέποντας «τόσο την Εκκλησία όσο και την επιστημονική κοινότητα να αντιμετωπίσουν αυτές τις αναπόφευκτες εναλλακτικές διεξόδους». Επιστήμονες και θεολόγοι καλούνται να διδαχθούν οι μεν από τους δε, να ανανεώσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκείται η επιστήμη και να προάγουν την πνευματική καλλιέργεια που μια ζωντανή θεολογία απαιτεί.
Είδη σχέσεων μεταξύ επιστήμης και θρησκείας
Ο Ian Barbour, ένας από τους συγγραφείς που μελέτησε περισσότερο τις σχέσεις επιστήμης και θρησκείας, τις συνοψίζει σε 4 είδη: σύγκρουση, ανεξαρτησία, διάλογος, συγχώνευση.
Ο ίδιος πιστεύει ότι οι αιτίες των συγκρούσεων βρίσκονται αφενός στην κατά γράμμα ερμηνεία της Αγίας Γραφής και αφετέρου στον επιστημονικό υλισμό: παρόμοιες τοποθετήσεις στο πεδίο της θρησκείας και της επιστήμης οδηγούν συχνά σε συγκρούσεις. Η πρώτη διέξοδος από αυτές είναι η προσπάθεια αποσόβησής τους μέσω της θεωρίας της απόλυτης ανεξαρτησίας των δύο χώρων. Στην εποχή μας, ο παλαιοντολόγος Steven J Gould, πρόσφατα εκλιπών, διατύπωσε αυτή την ανεξαρτησία με τον όρο «μη επικαλυπτόμενες διδασκαλίες».
Ο Gould προτείνει αυτή την απόλυτη ανεξαρτησία αν και παραδέχεται ότι και οι δύο χώροι πρέπει να είναι ανοικτοί μεταξύ τους. Η πρόταση της Β’ Βατικανής Συνόδου περί αμοιβαίας αυτονομίας εμπεριέχει επίσης κάποια στοιχεία από αυτή τη θέση. Ωστόσο πρέπει να αναγνωρίσουμε την ανεπάρκεια αυτής της θέσης.
Για το λόγο αυτό υπάρχουν άλλες τοποθετήσεις που προσπαθούν να εμβαθύνουν περισσότερο στο πρόβλημα και να βρουν σημεία επαφής μεταξύ επιστήμης και θρησκείας.
Η πρώτη τοποθέτηση προτείνει διάλογο με τον οποίο επιστήμη και θρησκεία, σεβόμενες την αμοιβαία αυτονομία τους, αναγνωρίζουν ότι κάτι έχουν να πουν μεταξύ τους. Παρόμοιος διάλογος μπορεί να γίνει π.χ σε οριακά ζητήματα όπως η Δημιουργία και η Κοσμολογία, αλλά και σε ηθικά προβλήματα. Ο ίδιος Gould παραδέχεται τη δυνατότητα αυτού του διαλόγου ως μια ανάγκη. Η πρόταση μιας συγχώνευσης των δύο πραγματικοτήτων είναι πιο προβληματική και έχει διαβαθμίσεις. Στοιχεία αυτής της συγχώνευσης μπορούν να βρεθούν σε ορισμένους τομείς της παραδοσιακής φυσικής θεολογίας ή στις μοντέρνες διατυπώσεις αυτής που με κάποια ελαφρά αλλαγή του ονόματος, αποκαλούμε θεολογία της φύσης. Αυτή ξεκινά από επιστημονικές γνώσεις και εισάγει κατόπιν προβλήματα που ξεπερνούν την επιστήμη και υπάγονται στη θρησκεία. Ξεκινά άλλοτε από τη θρησκευτική εμπειρία για να τη συσχετίσει με τα πορίσματα ή τα δεδομένα της επιστήμης, ή ακόμη και να τη θεμελιώσει πάνω στην επιστήμη.
Σήμερα υπάρχει μεγάλη ποικιλία παρόμοιων προτάσεων που παρουσιάζουν διάφορες διαβαθμίσεις συγχωνεύσεων μεταξύ της επιστημονικής και θρησκευτικής γνώσης.
Για να αναλύσουμε τις σχέσεις μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, θα εξετάσουμε δύο πλευρές που μπορούν να μας βοηθήσουν να τις κατανοήσουμε καλύτερα: τη γνώση και την κοινωνιολογία. Στην πρώτη θα εξετάσουμε το πρόβλημα της επιστημονικής γνώσης, της θρησκευτικής γνώσης και της δυνατότητας μιας σχέσης μεταξύ τους.
Στη δεύτερη, θα εφαρμόσουμε την κοινωνιολογική ανάλυση τόσο στην επιστημονική όσο και στην θρησκευτική κοινότητα για να βρούμε σημεία επαφής μεταξύ τους. Μέσω αυτών των αναλύσεων θα κατανοήσουμε καλύτερα τη τοποθέτηση του Ian Barbour.
Η επιστημονική γνώση
Το πρώτο πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετούνται οι σχέσεις μεταξύ επιστήμης και θρησκείας είναι αυτό της γνώσης. Θα πρέπει να εξετάσουμε τι είδους γνώση είναι τόσο η επιστημονική όσο και η θρησκευτική και ποια σχέση μπορούμε να καθορίσουμε μεταξύ τους. Και σ’ αυτό το επίπεδο ξεκινάμε από μια παραδοσιακή θέση που, αν και ξεπερασμένη, ακόμη σήμερα, είναι παρούσα σε πολλούς κύκλους. Μ’ ένα απλουστευτικό τρόπο, μπορούμε να διατυπώσουμε τη θέση αυτή, ως εξής: Η επιστήμη είναι γνώση αντικειμενική ενώ η θρησκεία είναι γνώση υποκειμενική. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σημερινή γνώση του σύμπαντος είναι καρπός της επιστήμης και ότι ζούμε σ’ έναν κόσμο του οποίου ο πολιτισμός είναι κατ’ εξοχήν επιστημονικός. Αλλά τι είδους γνώση είναι η επιστημονική; Εξάλλου υπάρχει και η θρησκεία και οφείλουμε να διερωτηθούμε τι είδους γνώση είναι η θρησκευτική. Στον επιστήμονα που πιστεύει συνυπάρχουν και οι δύο αυτές γνώσεις που εξηγούν και εκφράζουν την πραγματικότητα: πως μπορούν να εναρμονιστούν τα δύο αυτά είδη γνώσεων;
Ο θετικισμός. Σε μια περίοδο ευφορίας, στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, η επιστήμη θεωρήθηκε ως η μοναδική αντικειμενική γνώση. Στο έργο του «Μαθήματα της φιλοσοφίας του θετικισμού» ο Auguste Comte, το 1810 χώρισε την ιστορία σε τρεις φάσεις: τη θρησκευτική, τη μεταφυσική και την επιστημονική. Κατά τον Comte, η μοντέρνα εποχή χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι κυριαρχείται από την επιστημονική γνώση ενώ οι λοιπές μορφές γνώσης πρέπει να θεωρηθούν ξεπερασμένες. Κατά την άποψή του, η επιστημονική γνώση βασίζεται στα θετικά δεδομένα της εμπειρίας – από εδώ η ονομασία θετικισμός – και είναι η μοναδική αντικειμενική γνώση. Ο Comte υποστήριζε ότι έφθασε η στιγμή να αντικαταστήσουμε τη θρησκεία με την επιστήμη και συνέταξε ένα ημερολόγιο στο οποίο οι εορτές των αγίων είχαν αντικατασταθεί με αυτές των μεγάλων επιστημόνων. Αυτή η θέση υιοθετήθηκε ξανά στις δεκαετίες του ΄20 και ΄30 του περασμένου αιώνα επικεντρωμένη κυρίως στο πεδίο της γνώσης. Οι κυριότεροι συγγραφείς αυτού του λεγόμενου λογικού θετικισμού ήταν ο Rudolf Carnap, ο Philip Frank και ο Bertrand Russel.
Η επιστήμη, που θεμελιώνεται στο πείραμα και στην παρατήρηση, που χρησιμοποιεί τη μαθηματική γλώσσα, προτάθηκε ως η κατ’ εξοχήν γνώση, η μόνη ικανή να δώσει απόλυτη βεβαιότητα. Εκτός επιστήμης, δεν ήταν δυνατή καμιά αντικειμενική γνώση, συνεπώς η μεταφυσική και η θρησκεία δεν είχαν κανένα νόημα. Αλλά πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι αυτή η ακραία θέση δεν μπορούσε να υποστηριχθεί. Στην αρχή με την κριτική του Karl Popper και κατόπιν με εκείνη του Thomas Kuhn, Imre Lakatos και Paul Feyerabend, κατέστη σαφές ότι η φύση της επιστημονικής γνώσης, δεν είναι τόσο απλή. Η σχέση μεταξύ αντικειμενικών παρατηρήσεων και επιστημονικών θεωριών δεν είναι διόλου απλή. Η μελέτη της ιστορίας της επιστήμης και η εμβάθυνση στα χαρακτηριστικά της επιστημονικής γνώσης, απεκάλυψαν την τεράστια πολυπλοκότητα της τελευταίας. Παρόλα αυτά, παραμένουν ακόμη ίχνη αυτού του «μύθου», (όπως τον αποκαλούν ορισμένοι συγγραφείς), της απόλυτης αντικειμενικότητας της επιστημονικής γνώσης.
Η επιστήμη και η ιστορική της εξέλιξη. Η επιστήμη έχει ιστορικό χαρακτήρα και επομένως δεν μπορούμε ποτέ να πούμε ότι έχει ολοκληρωθεί. Κατά την ιστορική της εξέλιξη παραμερίστηκαν θεωρίες που για κάποιο διάστημα ήταν αποδεκτές ως αληθινές ενώ αργότερα διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν. Π.χ. στο τέλος του 19ου αιώνα, οι επιστήμονες πίστευαν ότι η κλασσική φυσική είχε ολοκληρωθεί, αλλά γρήγορα διαπίστωσαν τα όριά της και την ανάγκη να εισαγάγουν την κβαντική φυσική για τα φαινόμενα του «υποατομικού» κόσμου και τη φυσική της σχετικότητας για τις κοσμολογικές μελέτες. Η μηχανική, που είχε εισαγάγει ο απόλυτος ντετερμινισμός, έπρεπε να συσχετιστεί με την βασική απροσδιοριστία που προέκυπτε από την κβαντική μηχανική. Το όνειρο του Laplace για ένα κόσμο απόλυτα ντετερμινιστικό, ματαιώθηκε με την κβαντική αβεβαιότητα και με τα χαοτικά φαινόμενα. Σήμερα, ορισμένοι φυσικοί ονειρεύονται ξανά να βρουν μια τελευταία θεωρία που να ερμηνεύει οριστικά τα πάντα. Είναι η λεγόμενη θεωρία των πάντων. Πολλοί άλλοι πιστεύουν ότι δεν θα φθάσουμε ποτέ σ’ αυτό, και ότι η επιστήμη θα προσεγγίζει ολοένα και περισσότερο την πραγματικότητα χωρίς να μπορέσει ποτέ να την ερμηνεύσει απολύτως. Η επιστήμη είναι έργο των ανθρώπων και γι’ αυτό έχει τους περιορισμούς κάθε ανθρώπινου έργου. Οι ιστορικοί και οι κοινωνιολόγοι της επιστήμης έδειξαν πρόσφατα ότι οι οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες έχουν επιδράσει στην εξέλιξή της. Η σημερινή κατάσταση σε σχέση με τη φύση της επιστημονικής γνώσης, είναι πολύ μακριά από την ορθολογιστική αισιοδοξία των συγγραφέων του θετικισμού. Σήμερα, πολλοί μελετητές αυτών των θεμάτων, γνωρίζουν πολύ καλά ότι η μοναδική εγγύηση που έχουμε γι’ αυτό που αποκαλούμε αντικειμενικότητα της επιστήμης, είναι η συναίνεση της επιστημονικής κοινότητας. Αυτό που, σε μια δεδομένη στιγμή, η επιστημονική κοινότητα παρουσιάζει ως «αληθινό», πρέπει να γίνει αποδεκτό ως τέτοιο. Πράγματι δεν υπάρχει ανώτερο κριτήριο από αυτό. Αλλά τούτο δεν αφαιρεί τίποτε από την αξιοπιστία που αποδίδουμε στην επιστήμη. Το σύνολο των ελέγχων που η επιστημονική κοινότητα επιβάλλει στην επιστημονική γνώση καθιστά λογικά τα συμπεράσματά της.
Ωστόσο, η επιστήμη παραμένει ανθρώπινο δημιούργημα και συνεπώς όχι αλάνθαστο. Μπορεί να γνωρίσει, σε μεγάλο βαθμό, την πραγματικότητα χωρίς όμως να φθάνει ποτέ στην πλήρη και οριστική κατάκτησή της. Η ίδια η επιστημονική μεθοδολογία περιορίζει τον τύπο των ερωτημάτων στα οποία η επιστήμη δίνει απαντήσεις. Όταν τα όρια αυτά ξεπερνιούνται, η ίδια επιστημονική κοινότητα επισύρει την προσοχή στην αθέμιτη αυτή παράβαση. Τούτο μπορεί να συμβεί όταν θίγονται θέματα που δεν έχουν σχέση με κανένα πειραματικό δεδομένο ή παρεκκλίνουν σαφώς από τις παραδεκτές και ισχύουσες θεωρίες.
Η θρησκευτική γνώση
Για να ορίσουμε τη φύση της θρησκευτικής γνώσης μπορούμε να αρχίσουμε μ’ αυτήν που αποκαλούμε ανθρώπινη γνώση. Αυτή εμπεριέχει πριν απ’ όλα τη διαπροσωπική γνώση δηλ. αυτά που γνωρίζουμε για ένα άλλο πρόσωπο ως υποκείμενο και το οποί-ο, με τη σειρά του, γνωρίζει εμάς και συνάπτει σχέση μαζί μας. Η αίσθηση ότι μας γνωρίζει και μας αγαπά το πρόσωπο που και εμείς γνωρίζουμε και αγαπάμε, αποτελεί μια κοινή εμπειρία της ζωής που διαφέρει από την αντικειμενική γνώση της επιστήμης. Η επιστήμη μετατρέπει, αναγκαστικά, οτιδήποτε γνωρίζουμε σε αντικείμενο ακόμη και αν αυτό είναι ο άνθρωπος. Στη διαπροσωπική γνώση, θεμελιώνεται η ανθρώπινη γλώσσα που υπερβαίνει τη γλώσσα της επιστήμης.
Η ανθρώπινη γλώσσα, μας ανοίγει το δρόμο για τη θρησκευτική γλώσσα. Στη θρησκευτική εμπειρία, που μοιάζει με την ανθρώπινη, συνάπτεται, κατά κάποιο τρόπο, μια προσωπική σχέση. Τα ερωτήματα για το καλό και το κακό και για το νόημα της ύπαρξης μας, οδηγούν στο ερώτημα για το έσχατο θεμέλιό της και τελικά στο ερώτημα για το Θεό. Αλλά στα ερωτήματα αυτά δεν υπάρχει απάντηση από μέρους της επιστήμης, όπως επίσης δεν υπάρχει απάντηση ούτε για τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Στο πλαίσιο αυτό ανήκει η σφαίρα της θρησκείας. Αλλ’ ακόμη και αν η γνώση μας για το Θεό είναι όμοια μ’ εκείνη που έχουμε για ένα πρόσωπο με το οποίο έχουμε μια σχέση, το μυστήριο του Θεού ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης κατανόησης και η γλώσσα με την οποία το εκφράζουμε είναι πάντοτε ανεπαρκής.
Εξάλλου, καθώς η επιστήμη δεν έχει ποτέ ένα οριστικό και τελευταίο λόγο, δηλαδή προσφέρει πάντοτε έναν ατελή λόγο για την πραγματικότητα, δεν αποτελεί τη μοναδική πηγή γνώσης. Πράγματι, ο άνθρωπος θέτει πολλά ερωτήματα που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητα της επιστήμης και στα οποία η ίδια επιστήμη δεν μπορεί να απαντήσει. Είναι ερωτήματα όπως τα παρακάτω: Γιατί υπάρχει το σύμπαν; Γιατί υπάρχουμε εμείς; Τι συμβαίνει μετά το θάνατο; Γιατί υπάρχει στον κόσμο το καλό και το κακό; Γιατί είναι καλύτερα να κάνουμε το καλό και όχι το κακό; Τα ερωτήματα αυτά αναφέρονται στο νόημα της ύπαρξης και στην πηγή των ηθικών αξιών. Στα ερωτήματα αυτά, στα οποία η επιστήμη δεν μπορεί να απαντήσει, η θρησκευτική πίστη και γνώση προσφέρει απαντήσεις. Η θρησκεία προσφέρει ένα έσχατο νόημα της ζωής και της πραγματικότητας και ένα θεμέλιο των ηθικών αξιών. Και πράγματι, για μια μεγάλη πλειοψηφία ανθρώπων, το θρησκευτικό συναίσθημα, συνεχίζει να είναι η πηγή νοήματος και έμπνευσης στη ζωή τους.
Σε πολύ γενικές γραμμές, μπορούμε να αναφερθούμε στη θρησκευτική γνώση ως αυτήν που προσπαθεί να συλλάβει τον άνθρωπο και την πραγματικότητα που τον περιβάλλει σε σχέση με τη θεότητα, η οποία αποτελεί μια πραγματικότητα ανώτερη από μας και τον κόσμο μας.
Τόσο η αντίληψη της θεότητας όσο εκείνη της σχέσης της με την πραγματικότητα έχουν διαφορετικές μορφές στις διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις. Αυτές ξεκινούν από μια διάχυτη θεότητα, καμιά φορά ταυτίζεται με την ίδια τη φύση, από τις πανθεϊστικές μορφές των ανατολικών παραδόσεων, μέχρι τον υπερβατικό, προσωπικό, πλάστη και προνοητικό Θεό της εβραϊκής, χριστιανικής και ισλαμικής παράδοσης. Όλες αυτές οι παραδόσεις, έχουν ένα κοινό στοιχείο: την πεποίθηση ότι η υλική πραγματικότητα δεν είναι η μοναδική και δεν δίνει νόημα στην ίδια της την ύπαρξη. Η παραδοχή της θεότητας βασίζεται στην πίστη που έχει λογικά θεμέλια, αλλά επίσης μπορεί να βασιστεί και σε ενδείξεις που υπάρχουν στην πραγματικότητα του ιδίου του ανθρώπου και του κόσμου που τον περιβάλλει. Η πίστη είναι λογική, δεν είναι όμως συμπέρασμα όμοιο με τα συμπεράσματα της επιστήμης.
Τόσο η ανάλυση της επιστημονικής γνώσης όσο και εκείνη της θρησκευτικής, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι καμία από τις δύο δεν μπορεί να αναπληρώσει ή να αντικαταστήσει την άλλη. Η επιστήμη, καθώς είδαμε, δεν είναι η μοναδική γνώση απόλυτης αντικειμενικότητας, της μόνης υπαρκτής, όπως ισχυριζόταν ο θετικισμός. Υπάρχουν άλλες προοπτικές ανθρώπινης γνώσης που καλύπτουν τομείς της ζωής μη προσιτούς από την επιστήμη, όπως η αισθητική αντίληψη, οι ηθικές αξίες, οι ανθρώπινες σχέσεις, και οι θρησκευτικές εμπειρίες. Ούτε είναι δυνατόν να δημιουργήσει κανείς μια θρησκεία ξεκινώντας από την επιστήμη, όπως κάποιες φορές επιχειρήθηκε, χωρίς να διαστρεβλώσει την ίδια τη φύση της επιστήμης. Η επιστήμη δημιουργήθηκε για να εξηγήσει πώς συμβαίνουν τα όσα συμβαίνουν στη φύση και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δώσει νόημα στη ζωή ή να θεμελιώσει κανόνες συμπεριφοράς. Η θρησκεία δεν διεκδικεί να εξηγήσει την τάξη του σύμπαντος, αλλά να πλησιάσει το μυστήριο του Θεού που είναι έσχατο θεμέλιο της πραγματικότητας. Από εδώ, η θρησκεία προσπαθεί ακόμη να διευθετήσει τις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους και με τον κόσμο.
Γι’ αυτό οι επιστήμες δεν μπορούν ούτε να αρνηθούν ούτε να αποδείξουν την ύπαρξη της θεότητας, στην οποία φτάνουμε μέσω της θρησκευτικής γνώσης. Αν αρνούμαστε την εγκυρότητα της θρησκευτικής γνώσης, γιατί δεν συμμορφώνεται στους κανόνες της επιστημονικής γνώσης, αυτό σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε τον πλούτο και την ποικιλία της ανθρώπινης γνώσης, που δεν περιορίζεται ούτε εξαντλείται στην επιστημονική μόνο προοπτική. Ωστόσο τα δύο αυτά είδη γνώσεων δεν είναι εντελώς χωριστά. Η πραγματικότητα, τέλος, είναι μία και γι’ αυτήν ασχολούνται τα δύο είδη γνώσεων. Γι’ αυτό ακόμη και αν δεν συγκλίνουν μεταξύ τους, πρέπει να υπάρχει συσχετισμός και διάλογος μεταξύ των δύο. Το ένα είδος γνώσης πρέπει να παραμένει ανοικτό απέναντι στο άλλο και έτσι να επιτρέπουν αμοιβαία τα ερωτήματα και τον εμπλουτισμό τους.
Επιστήμη και θρησκεία, κοινωνικές όψεις
Καθώς είδαμε, το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ επιστή-μης και θρησκείας ετέθη παραδοσιακά τόσο από την άποψη του είδους της γνώσης κάθε μιας από τις δύο πραγματικότητες όσο και από την άποψη της ιστορίας. Πρόσφατα, παρουσιάστηκε μια νέα τοποθέτηση των σχέσεων αυτών, που εξετάζει την κοινωνική πλευρά. Γενικά, η τοποθέτηση αυτή βλέπει την επιστήμη και τη θρησκεία ως δύο συνιστώσες του πολιτισμού που διαμορφώνουν και δίνουν κοινωνική υπόσταση σε δύο κοινότητες. Έτσι, επιστήμη και θρησκεία μπορούν να θεωρηθούν ως πολύπλοκα κοινωνικά συστήματα με δεσμούς και σχέσεις, γνώσεις, κανόνες, ατομικές και συλλογικές εμπειρίες, πρότυπα συμπεριφοράς, που καταλήγουν στη διαμόρφωση μιας ιδιαίτερης ανθρώπινης κοινότητας με δική της γλώσσα και νοοτροπία.
Η θρησκεία αναφέρεται στο πλαίσιο του ιερού και του υπερφυσικού και βασίζεται στην πίστη. Ο κεντρικός της πυρήνας σχηματίζεται από την πίστη στο Θεό και γενικότερα από την πίστη σε κάποια μορφή θεότητας ή μυστηρίου πέραν της υλικής πραγματικότητας, αλλά και από τη σχέση της θρησκείας με τον άνθρωπο και τον κόσμο, που στο εσωτερικό κάθε παράδοσης, εκφράζεται με τελετουργικές συλλογικές πράξεις. Η εμβάθυνση στην πίστη διαμορφώνει, στο εσωτερικό κάθε θρησκευτικής παράδοσης, τις διάφορες θεολογικές απόψεις. Με τη σειρά τους, το περιεχόμενο της επιστήμης σχετίζεται με τον φυσικό κόσμο, τη γνώση του και την διαχείρισή του, δημιουργώντας ένα σύστημα αποδεκτών γνώσεων σύμφωνα με μια μεθοδολογία κοινώς αναγνωρισμένη. Κατά κάποιο τρόπο, η επιστήμη παρουσιάζεται επίσης ως ένα σύστημα πεποιθήσεων τις οποίες η επιστημονική κοινότητα αποδέχεται και επικυρώνει μέσα από τους ελέγχους που επιβάλλουν οι διευθύνουσες επιστημονικές ομάδες. Είναι οι έλεγχοι που γίνονται με την εμπειρική μέθοδο των πειραμάτων και των παρατηρήσεων. Η επιστημονική κοινότητα χωρίζεται σε υποκοινότητες σύμφωνα με το αντικείμενο της φύσης που μελετάται (φυσική, χημεία, βιολογία, γεωλογία κ.τ.λ.). Οι επιστημονικές αυτές κοινότητες, μπορούν, κατά κάποιο τρόπο, να συγκριθούν με τις διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις.
Στην κοινωνική δομή, τόσο της θρησκείας, όσο και της επιστήμης, μπορούμε να διακρίνουμε παραγωγούς και καταναλωτές, δηλαδή αυτούς που δημιουργούν νέα οράματα και πρακτικές και αυτούς που απλά τα δέχονται και τα χρησιμοποιούν. Και στις δύο, μπορούμε ακόμη να διακρίνουμε τους ερμηνευτές, τους διδασκάλους, τους ακτιβιστές και τα απλά μέλη. Γι’ αυτό, από κοινωνικής πλευράς, επιστήμη και θρησκεία, έχουν παρόμοιες δομές. Οι ομοιότητες και οι διαφορές στην κοινωνική δομή της επιστήμης και της θρησκείας είναι η αιτία που δημιουργούνται μεταξύ τους σχέσεις. Σχέσεις που μπορούν να γίνουν σύγκρουση όταν η μια παρεμβαίνει ανοίκεια στο χώρο της άλλης. Τούτο μπορεί να συμβεί, αν από μέρους της θρησκείας κάποιοι παρεμβαίνουν στο περιεχόμενο, στις γνώσεις ή στην πρακτική της επιστημονικής έρευνας ή αν αντίθετα, από τη μεριά της επιστήμης κάποιοι αρνούνται την εγκυρότητα του θρησκευτικού χώρου και επιθυμούν να τον αντικαταστήσουν με την επιστήμη. Για την παράνομη παρέμβαση της θρησκείας στην επιστήμη έχει γίνει συχνά λόγος και έχει καταλλήλως απορριφθεί. Δεν συμβαίνει το ίδιο για την παρέμβαση της επιστήμης στο πεδίο της θρησκείας. Η παρέμβαση αυτή, κάποιες φορές γίνεται με τη φιλοδοξία να δημιουργηθεί μια θρησκευτικότητα βασισμένη στην επιστήμη, από την οποία ο άνθρωπος να αντλεί το νόημα της ζωής, τις αξίες του και τους κανόνες της συμπεριφοράς του.
Γίνεται επίσης παρέμβαση, μιας άλλης μορφής, όταν καλλιεργείται μια πίστη στην επιστήμη που υπερβαίνει το περιεχόμενο και το χαρακτήρα της επιστημονικής γνώσης. Αυτό το σημείο θέλει προσοχή. Η επιστήμη γίνεται μια μορφή θρησκείας. Γίνεται μια μορφή θρησκευτικότητας που τείνει να επικυρωθεί μέσα στο πλαίσιο της θρησκείας και όχι σ’ εκείνο της επιστήμης. Πρόκειται για μια θεώρηση της ζωής στενά νατουραλιστικής, που έχει τα χαρακτηριστικά μιας ημιθρησκευτικότητας και θέλει να θεμελιωθεί στην επιστήμη. Ωστόσο το θεμέλιο τούτο είναι εντελώς παράνομο, αφού η επιστήμη, αυτή καθεαυτή, δεν μπορεί να προσφέρει γενικότερες θεωρήσεις της ζωής ούτε να δημιουργήσει αξίες ημιθρησκευτικές.
Ωστόσο, η αναγνώριση της αμοιβαίας εγκυρότητας και αυτονομίας τόσο της επιστήμης όσο και θρησκείας, η κάθε μια στο χώρο της, πρέπει να γίνει αποδεκτή ως προϋπόθεση και ως βάση για μια θετική σχέση μεταξύ των δύο αυτών χώρων του ανθρώπινου πολιτισμού. Επειδή, σε πολλές περιπτώσεις, τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν και στις δύο κοινότητες, ένας χριστιανός επιστήμων λόγου χάρη, δεν είναι δυνατός ένας απόλυτος διαχωρισμός των δύο χώρων και υπάρχουν σημεία με θετική αλληλεπίδραση μεταξύ των δυο. Η αλληλεπίδραση, μπορεί να πάρει τη μορφή ενός εποικοδομητικού διαλόγου μεταξύ των δύο κοινοτήτων, στον οποίο και οι δύο πλευρές ακούγονται και δέχονται τα ερωτήματα της μιας προς την άλλη.
Επιστήμη, θρησκεία και κοινωνία
Μια άλλη πλευρά που πρέπει να εξεταστεί, είναι αυτή της σχέσης της θρησκείας και της επιστήμης, με την κοινωνία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η θρησκεία διατήρησε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, μια προνομιούχο θέση στην κοινωνία και τούτο οδήγησε σε μιαν ανάρμοστη και καταχρηστική κοινωνική και πολιτική ηγεμονία. Η εισβολή της επιστημονικής πραγματικότητας στο κοινωνικό πεδίο και η ταχεία αύξηση του κύρους και της δημοτικότητάς της, ιδιαίτερα στη νεότερη εποχή, μετά τον 18ο αιώνα, δεν μπορούσε να μην δημιουργήσει δυσπιστίες και διαμάχες στο θρησκευτικό χώρο, ο οποίος άρχισε να αισθάνεται, κατά κάποιο τρόπο, απειλούμενος από μια ανερχόμενη δύναμη. Πράγματι, με την αύξη-ση του κοινωνικού τους κύρους, οι επιστήμονες αντικαθιστούν, σε κοινωνική και πολιτική επιρροή, την εκκλησιαστική ηγεσία. Η εκκοσμίκευση και οι αντιθρησκευτικές τάσεις στην Ευρώπη, ιδιαίτερα από τον 19ο αιώνα και μετά, προσπαθούν να στηριχθούν στην επιρροή της επιστήμης για να ελαχιστοποιήσουν ή ακόμη και να εξαφανίσουν την κοινωνική επιρροή της θρησκείας και της Εκκλησίας.
Η ίδια διαδικασία συνεχίζεται και σήμερα. Συνειδητά ή μη, πολλοί επιστήμονες παρασύρονται σ’ αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο. Πρόκειται για καλυμμένη, αλλά αληθινή πάλη για την εξουσία, όπου θρησκεία και επιστήμη χρησιμοποιούνται από τη μια και από την άλλη πλευρά, με σκοπό το όφελος. Η κοινωνική επιρροή της επιστήμης ενισχύεται επίσης από κάποιο αίσθημα σεβασμού, το οποίο, κατά κάποιο τρόπο, απαιτεί από τους ανθρώπους να εναποθέτουν σ’ αυτήν όλες τους τις ελπίδες και τις προσδοκίες για το μέλλον. Έτσι, η επιστήμη μετατρέπεται σε αληθινό υποκατάστατο της θρησκείας και οι επιστήμονες αναλαμβάνουν το ρόλο ενός ιδιόμορφου και νέου ιερατείου.
Σήμερα, το τεράστιο κοινωνικό κύρος της επιστήμης – καρπός τόσο των επιτυχιών στην ερμηνεία της φύσης, όσο και των επιτευγμάτων στις τεχνολογικές εφαρμογές της – έχει ξεπεράσει κατά πολύ το κύρος της θρησκείας. Στη νέα αυτή κατάσταση, το κύρος και η επιρροή της επιστήμης χρησιμοποιήθηκε από την πολιτική εξουσία, όπως συνέβη στο παρελθόν με το κύρος της θρησκείας. Σήμερα, οι πολιτικοί επιθυμούν να στηριχθούν πάνω σε επιστημονικά επιχειρήματα, τα οποία συχνά χρησιμοποιούν εκτός του αληθινού τους πλαισίου, για να αιτιολογήσουν, ενώπιον της κοινής γνώμης, τις δικές τους πολιτικές αποφάσεις. Έτσι, η επιστήμη παρουσιάζεται ως η εσχάτη αρχή, μπρος στην οποία δεν είναι δυνατή άλλη έφεση ούτε άλλη προσφυγή. Μπορεί κανείς να πει ότι ο θρησκευτικός δογματισμός αντικαταστάθηκε από τον επιστημονικό δογματισμό. Οι πολιτικοί θέλουν να έχουν την επιστήμη με το μέρος τους και γι’ αυτό περιβάλλονται από επιστημονικούς συμβούλους και συνεργάτες, όπως στις μεσαιωνικές αυλές οι βασιλείς περιβάλλονταν από εκκλησιαστικούς συμβούλους. Οι επιστήμονες, όπως και οι εκκλησιαστικοί, ενίοτε υποπίπτουν στον πειρασμό να συμμαχήσουν, με κάποιο τρόπο, με την πολιτική ή την οικονομική εξουσία.
Τόσο η θρησκεία όσο και η επιστήμη, στη σχέση τους με την κοινωνία, και ιδιαίτερα με την πολιτική και οικονομική δομή, είναι ευάλωτες στον πειρασμό της εξουσίας. Σε πολλές περιπτώ-σεις και οι δυο αναλαμβάνουν ρόλους που τις φέρνουν κοντά στην πολιτική εξουσία. Δυστυχώς, οι αρνητικές επιπτώσεις αυτών των καταστάσεων επιρροής και εξουσίας δεν αναγνωρίζονται εύκολα ούτε εγκαταλείπονται αυθόρμητα. Ωστόσο, οι επιπτώσεις και οι συνέπειές τους είναι πάντοτε επικίνδυνες και για τις δυο. Αν η θρησκεία επιθυμεί να διατηρήσει την καθαρότητά της και την κριτική της δύναμη εμπρός στις κάθε είδους κοινωνικές καταχρήσεις, οφείλει να είναι αποδεσμευμένη από κάθε εξουσία.
Η θρησκεία οφείλει να ασκήσει την επιρροή της, όχι με τη δύναμη της εξουσίας, αλλά με τη δύναμη της ανθρώπινης συνείδησης και με την προσφυγή στην εσχάτη, υπερβατική αρχή της. Αλλά και η επιστή-μη έχει ελάχιστο όφελος από τη συμμαχία της με την εξουσία. Είναι αλήθεια ότι τούτο μπορεί να της αποφέρει οικονομικά οφέλη και χρηματοδοτήσεις δαπανηρών ερευνητικών προγραμμάτων, αλλά θα περιορίζει πάντοτε την ελευθερία της χωρίς την οποία η ίδια η επιστήμη δεν μπορεί να προοδεύσει. Σε μια κοινωνία σαν τη δική μας, όπου επιστήμη και τεχνολογία έχουν τόσο μεγάλη επιρροή, αυτές έχουν μετατραπεί σε τεράστια πηγή εξουσίας. Ο επιστήμονας, αν δεν έχει πλήρη επίγνωση του ρόλου του, μπορεί να καταλήξει να χειραγωγείται από την πολιτική και οικονομική εξουσία. Αλλ’ είναι ακόμη χειρότερο, όταν ο ίδιος συμμετέχει στην φιλοδοξία για την εξουσία ως δυνατό προωθητικό μέσο για την επιστημονική του ανέλιξη.
Συμπέρασμα
Εξετάσαμε τις σχέσεις μεταξύ επιστήμης και θρησκείας από την άποψη της ιστορίας, της γνώσης και της κοινωνιολογίας. Είδαμε ότι οι σχέσεις αυτές είναι πολύ πολύπλοκες και αν τις περιορίσουμε σε μιαν αναπόφευκτη διαμάχη μεταξύ τους τότε περιοριζόμαστε σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή που δεν εικονίζει την αληθινή φύση αυτής της σχέσης. Αλλά και η απόλυτη ανεξαρτησία των δυο, παραβλέπει ότι υπάρχουν πολλά σημεία επαφής. Ωστόσο πρέπει να αποφύγουμε τους εύκολους και τεχνητούς συμβιβασμούς, την αποσιώπηση των προβλημάτων, τη συγχώνευση των δυο αυτών μεγεθών, την παράβλεψη των διαφορών τους και της ανεξαρτησίας τους. Μόνο με αυτές τις προϋποθέσεις, μπορούμε να προχωρήσουμε σε ένα καρποφόρο διάλογο.
Η ανάγκη αυτού του διαλόγου αναγνωρίζεται τόσο από μέ-ρους της επιστήμης όσο και από μέρους της θρησκείας. Οφείλουν αμοιβαία να θέτουν ερωτήματα η μια στην άλλη προς όφελος και των δυο. Ήδη, προ πολλών ετών, ο Einstein εκφράστηκε επ’ αυτού, δηλώνοντας ότι η θρησκεία χωρίς την επιστήμη είναι τυφλή, η δε επιστήμη χωρίς τη θρησκεία είναι κουτσή15. Με πιο μοντέρνα δια-τύπωση ο Ιωάννης Παύλος Β΄ δηλώνει ότι η επιστήμη μπορεί να απαλλάξει τη θρησκεία από σφάλματα και δεισιδαιμονίες, ενώ η θρησκεία μπορεί να απαλλάξει την επιστήμη από την ειδωλολατρία και από απόλυτες θέσεις που τελικά είναι χωρίς βάση.

                       του Augustin Udias που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Civiltà Cattolica, 2004

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις